Μόλις 15.000-25.000 μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, επί συνόλου άνω των 840.000 επιχειρήσεων, έχουν πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση, γεγονός που δημιουργεί ανυπέρβλητα εμπόδια στον αγώνα επιβίωσης που δίνει η συντριπτική πλειοψηφία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της χώρας, ιδιαίτερα αυτή την περίοδο της πανδημίας.
Την επισήμανση αυτή έκανε ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ, κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, στην τηλεδιάσκεψη με θέμα: «Η συμβολή του τραπεζικού συστήματος στην ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, με έμφαση στις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜμΕ)», τονίζοντας ότιη κατάσταση αυτή πρέπει να αλλάξει με ευθύνη τόσο των τραπεζών όσο και της πολιτείας.Η τηλεδιάσκεψη πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του υπουργού Οικονομικών κ. Χρ. Σταϊκούρα και συμμετείχαν εκπρόσωποι του τραπεζικού συστήματος, φορέων της αγοράς, καθώς και η πολιτική ηγεσία των Υπουργείων Οικονομικών και Ανάπτυξης και Επενδύσεων.
Αναλυτικότερα, ο κ. Μίχαλος ανέφερε:
«Εδώ και πολλά χρόνια, ένα βασικό πρόβλημα για τις επιχειρήσεις της χώρας είναι η δυσκολία πρόσβασης σε χρηματοδότηση από το τραπεζικό σύστημα, με βιώσιμους, ανταγωνιστικούς όρους. Εδώ και αρκετά χρόνια, τόσο το ύψος των διαθέσιμων δανειακών κεφαλαίων, όσο και οι προσφερόμενοι όροι δανεισμού δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες που ανακύπτουν. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο για τις ΜΜΕ, οι οποίες δεν έχουν πρόσβαση σε εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε στη διάρκεια του τελευταίου έτους. Η υγειονομική κρίση δημιούργησε τεράστιες πιέσεις στην αγορά, θέτοντας σε κίνδυνο την επιβίωση χιλιάδων επιχειρήσεων, ιδιαίτερα μικρών και πολύ μικρών. Για να μπορέσουν να αντέξουν στις πιέσεις, να παραμείνουν στη ζωή και να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας που παρέχουν, οι επιχειρήσεις αυτές έχουν άμεση ανάγκη από ρευστότητα.
Οι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου ανέδειξαν από την αρχή αυτή την ανάγκη. Υπήρξε κατ’ αρχήν ανταπόκριση από την πλευρά της κυβέρνησης, με ένα ευρύ πρόγραμμα εγγυήσεων και επιδοτήσεων από το κράτος: με κύρια εργαλεία τα προγράμματα ΤΕΠΙΧ Ι, ΤΕΠΙΧ ΙΙ και το πρόγραμμα δανειοδότησης μέσω του νέου Ταμείου Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων Covid-19. Επίσης, είχαμε τα μέτρα πιστωτικής επέκτασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα οποία άνοιξαν ουσιαστικά το δρόμο στις τράπεζες, προκειμένου να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία στη διάρκεια της πανδημίας και να αποτραπεί η κατάρρευση του ιδιωτικού τομέα και των νοικοκυριών.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, το πρόβλημα είναι εμφανές. Μέσω του ειδικού προγράμματος μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι ελληνικές τράπεζες έχουν λάβει επιδοτούμενη ρευστότητα ύψους άνω των 44 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Την ίδια ώρα οι καταθέσεις έχουν αυξηθεί κατά περίπου 14 δισ. ευρώ από την αρχή της πανδημίας. Παρ’ όλα αυτά, ο δανεισμός παραμένει δύσκολη υπόθεση για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις.
Σύμφωνα και με πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το 22% των αιτήσεων για δάνειο που υποβάλλουν Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις στην Ελλάδα απορρίπτεται. Ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. είναι μόλις 8%. Ουσιαστικά, στο τραπεζικό σύστημα της χώρας έχουν σήμερα πραγματική πρόσβαση 15.000-25.000 μεγάλες επιχειρήσεις. Στο κρατικό σύστημα στήριξης, μέσω επιχορηγήσεων και δανείων, έχουν πρόσβαση περίπου 100.000 επιχειρήσεις. Οι αριθμοί αυτοί αντιστοιχούν συνολικά στο 10% των ενεργών ΑΦΜ. Οι υπόλοιπες επιχειρήσεις, μικρές και πολύ μικρές στη συντριπτική πλειονότητά τους, έμειναν να δίνουν τη μάχη, χωρίς χρηματοπιστωτικά εργαλεία.
Αντιλαμβανόμαστε ότι ένας βασικός λόγος, για τον οποίο οι τράπεζες διστάζουν να παρέχουν νέες χορηγήσεις είναι το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ένας άλλος παράγοντας, τον οποίο επικαλούνται τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, είναι ότι λόγω της διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας, δεν υπάρχουν αρκετές αξιόχρεες επιχειρήσεις. Το ζήτημα αυτό το γνωρίζουμε. Και έχουμε αναδείξει επανειλημμένα την ανάγκη να αυξηθεί το μέγεθος και η παραγωγικότητα των μικρών επιχειρήσεων που διαθέτει η χώρα.
Όμως για να γίνει αυτό, απαιτούνται κεφάλαια. Πώς θα επιχειρηθεί η μεγέθυνση χωρίς πρόσβαση σε χρηματοδότηση; Είναι προφανές ότι αυτός ο φαύλος κύκλος δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Η κατάσταση πρέπει να αλλάξει, με ευθύνη τόσο των τραπεζών, όσο και της Πολιτείας. Απαιτείται επιτάχυνση της διαδικασίας μείωσης, με εφαρμογή νέου γύρου του προγράμματος Ηρακλής σε συνδυασμό με τη δημιουργία bad bank.Ωστόσο, θετικό ρόλο ελπίζουμε ότι θα έχει η εφαρμογή του νέου πλαισίου για την αφερεγγυότητα.
Θα πρέπει, επίσης, η κυβέρνηση, ενόψει και της αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, να σχεδιάσει ολοκληρωμένες παρεμβάσεις, για την ενθάρρυνση της επιχειρηματικής μεγέθυνσης.
Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να δούμε και εργαλεία όπως το microfinancing, ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση στο δανεισμό και επιχειρήσεις οι οποίες δεν έχουν τα τυπικά κριτήρια για να δανειστούν από τράπεζα.
Οφείλουν, όμως, και οι τράπεζες να αναλάβουν το ρόλο που τους αναλογεί στην ανάκαμψη και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Ρόλο για τον οποίο έχουν στηριχθεί επανειλημμένα, τόσο από τους Έλληνες φορολογούμενους, όσο και από την ΕΚΤ. Είναι καιρός, όμως, να συνειδητοποιήσουν και ο τράπεζες ότι η επιβίωση και η κερδοφορία τους μακροπρόθεσμα εξαρτάται από την κύρια δραστηριότητά τους, που είναι η παροχή πιστώσεων και η επένδυση κεφαλαίων στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Αντί, λοιπόν, να επικαλούνται διαρκώς εμπόδια και προβλήματα, είναι ανάγκη να γίνουν επιτέλους, μέρος της λύσης».