«Στο ξεκίνημα της νέας χρονιάς, κάνοντας έναν απολογισμό των προκλήσεων που αντιμετωπίσαμε οι επιχειρηματίες της χώρας το 2022, μπορούμε δικαίως να νιώθουμε ικανοποίηση για όλα αυτά που καταφέραμε. Καταφέραμε να υπερβούμε όλες τις δοκιμασίες, με ενότητα, δυναμισμό και αποφασιστικότητα. Οι επιχειρήσεις άντεξαν» είναι το μήνυμα του προέδρου της ΚΕΕΕ, κ. Μασούτη.
«Το 2023 θα αντιμετωπίσουμε νέες δοκιμασίες. Η παγκόσμια οικονομική συγκυρία όπως διαμορφώθηκε από την εκτίναξη του κόστους ενέργειας λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία συνεχίζει να επηρεάζει και τη χώρα μας. Αναγνωρίζουμε ότι η κυβέρνηση στήριξε με στοχευμένες παρεμβάσεις τα ελληνικά νοικοκυριά καθώς και τις επιχειρήσεις. Σε αντίστοιχα μέτρα στήριξης και για το 2023 αποσκοπεί η επιχειρηματική κοινότητα. Το 2023 αισιοδοξούμε ότι θα είναι μία χρονιά ανάπτυξης, ευημερίας και προόδου, με τις επιχειρήσεις να στηρίζουν εργαζόμενους και εθνική οικονομία», συνεχίζει ο κ. Μασούτης.
«Συνεχίζουμε αποφασιστικά, για όλες και όλους τους Έλληνες επιχειρηματίες.
Καλή Χρονιά, με υγεία!»
Η αισιοδοξία και το εορταστικό κλίμα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς αποτυπώθηκε, άλλωστε, θετικά και στο ελληνικό επιχειρείν. Η υψηλή πληρότητα σε ξενοδοχεία, καταλύματα και χώρους εστίασης αλλά και η αυξημένη αγοραστική κίνηση στα εμπορικά καταστήματα αποτέλεσαν αδιαμφισβήτητο γεγονός. Η κίνηση ήταν περισσότερο αυξημένη σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΣΕΕ και του ΕΣΑ. Οι καλές καιρικές συνθήκες ευνοήσαν την τουριστική κίνηση, δίνοντας ανάσα στους επιχειρηματίες των κλάδων. Οι επιχειρήσεις προσβλέπουν σε ανοδικούς ρυθμούς ανάπτυξης και για το έτος 2023 και με αρωγό την κυβέρνηση δύνανται να σχεδιάζουν τις μελλοντικές τους κινήσεις με ρεαλισμό αλλά και αισιοδοξία.
Η πρόσφατη έρευνα που διεξήγαγε η Palmos Analysis για λογαριασμό της ΚΕΕΕ αποτυπώνει ότι παρά την ιδιαιτέρως δύσκολη τρέχουσα οικονομική συγκυρία το ελληνικό επιχειρείν επέδειξε σθεναρότητα και ανταποκρίθηκε με δυναμισμό σε πρωτοφανείς προκλήσεις.
ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΕΕΕ
H αποτίμηση για τον Κύκλο Εργασιών των επιχειρήσεων, κατά το εξάμηνο που πέρασε είναι, σε γενικές γραμμές, ουδέτερη (39% δηλώνουν ότι παρέμεινε στα ίδια επίπεδα, 31% δηλώνουν ότι μειώθηκε και 28% δηλώνουν ότι αυξήθηκε). Ωστόσο, εμφανίζονται σημαντικές διαφοροποιήσεις ανά γεωγραφική περιοχή: σε Κρήτη, Νησιά Αιγαίου και Αττική το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνουν αύξηση τζίρου το προηγούμενο εξάμηνο (41%, 50% και 32% αντίστοιχα) είναι σαφώς πλειοψηφικό σε σχέση με το ποσοστό όσων δηλώνουν μείωση (27%, 14% και 24% αντίστοιχα). Στον αντίποδα, το υψηλότερο ποσοστό όσων δηλώνουν μείωση εμφανίζεται σε Ήπειρο/Δυτική Μακεδονία (54%). Παράλληλα, στο σύνολο των επιχειρήσεων που απασχολούν από 5 εργαζόμενους και πάνω, το ποσοστό όσων δηλώνουν αύξηση τζίρου είναι σαφώς μεγαλύτερο από το ποσοστό όσων δηλώνουν μείωση (το ποσοστό όσων δηλώνουν αύξηση τζίρου κινείται μεταξύ 33% και 56%, ανάλογα με το μέγεθος απασχόλησης της επιχείρησης, ενώ το ποσοστό όσων δηλώνουν μείωση κινείται μεταξύ 9% και 24%). Τέλος, ανάλογη θετική εικόνα καταγράφεται και μεταξύ των επιχειρήσεων με εξαγωγική δραστηριότητα (το 36% δηλώνουν ότι ο Κύκλος Εργασιών τους αυξήθηκε το προηγούμενο εξάμηνο, έναντι 23% που αναφέρουν μείωση).
Ουδέτερες εκτιμήσεις καταγράφονται και για την εξέλιξη των πωλήσεων το επόμενο εξάμηνο (24% των επιχειρήσεων δηλώνουν ότι οι πωλήσεις θα αυξηθούν, έναντι 42% που δηλώνουν ότι οι πωλήσεις τους δεν θα μεταβληθούν ιδιαίτερα και 30% που αναμένουν μείωση), με σημαντικές, ωστόσο, διαφοροποιήσεις: στην Αττική καταγράφεται αισιοδοξία (33% δηλώνουν ότι θα αυξηθούν, έναντι 20% που αναμένουν μείωση) σε αντίθεση με την υπόλοιπη χώρα. Στον τομέα του λιανικού εμπορίου εμφανίζεται η μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα για το επόμενο διάστημα (20% αναμένουν αύξηση, έναντι 39% που αναμένουν μείωση) – κάτι αναμενόμενο μετά την εορταστική περίοδο. Η αισιοδοξία για την εξέλιξη των πωλήσεων είναι εντονότατη στις επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 25 εργαζόμενους (πάνω από 43% δηλώνουν ότι αναμένουν αύξηση πωλήσεων, έναντι μόλις 7% που δηλώνουν ότι αναμένουν μείωση), σε αντίθεση με όσες απασχολούν μέχρι 4 εργαζόμενους (όπου το 35% αναμένουν μείωση έναντι 21% που αναμένουν αύξηση πωλήσεων). Τέλος, έντονη αισιοδοξία καταγράφεται μεταξύ των επιχειρήσεων με εξαγωγικό χαρακτήρα, όπου το 39% αναμένουν αύξηση πωλήσεων, έναντι 19% που αναμένουν μείωση.
Αυξητική τάση καταγράφεται στον τομέα της απασχόλησης (15% δηλώνουν ότι αύξησαν τις θέσεις εργασίας το εξάμηνο που πέρασε, έναντι 10% που δηλώνουν ότι τις μείωσαν) με εντονότερη τάση αύξησης των θέσεων εργασίας σε Κρήτη, Νησιά Αιγαίου και Αττική, στον κλάδο των κατασκευών, στις επιχειρήσεις που απασχολούν από 5 εργαζόμενους και άνω και σε όσες έχουν ετήσιο Κύκλο Εργασιών πάνω από 250.000 ευρώ. Ελαφρά αυξητική τάση στο θέμα της απασχόλησης καταγράφεται και για το επόμενο εξάμηνο (13% δηλώνουν ότι προτίθενται να αυξήσουν τις θέσεις εργασίας τους, έναντι 11% που δηλώνουν ότι προτίθενται να τις μειώσουν), με εντονότερη τάση αύξησης στην Αττική (18%, έναντι 6% που δηλώνουν ότι θα τις μειώσουν), στον κλάδο των κατασκευών (22%, έναντι 6%) και στις επιχειρήσεις με εξαγωγικό χαρακτήρα (20%, έναντι 10%).
Το κόστος ενέργειας/καυσίμων (41%) και το κόστος πρώτων υλών (16%) κυριαρχούν στις αναφορές του σημαντικότερου προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις. Στον αντίποδα, καταγράφονται (σε μικρά ποσοστά) προβλήματα που κυριαρχούσαν κατά το παρελθόν στους προβληματισμούς των επιχειρήσεων, όπως οι φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις (5%), η γραφειοκρατία (7%), τα μισθολογικά (3%) και μη μισθολογικά κόστη (1%) και η αδυναμία πρόσβασης στον τραπεζικό δανεισμό (2%).
Ειδικά για το θέμα του τραπεζικού δανεισμού, παρότι επικρατεί προβληματισμός για τους όρους δανεισμού, εν μέσω του κύκλου αύξησης των επιτοκίων παγκοσμίως, η πλειοψηφία (57%) των επιχειρήσεων δηλώνουν ικανοποιημένες από την αντιμετώπιση των τραπεζών και μόνο 15% δηλώνουν ότι οι σχέσεις τους με τις τράπεζες το τελευταίο εξάμηνο επιδεινώθηκαν. Η εξέλιξη των σχέσεων των επιχειρήσεων με τις τράπεζες είναι εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας για την περαιτέρω ανάπτυξή τους, καθώς σημαντικό ποσοστό (19%) θεωρούν ότι οι δανειακές τους ανάγκες θα αυξηθούν το επόμενο εξάμηνο.
Το 22% των επιχειρήσεων σκοπεύει να προχωρήσει, το αμέσως επόμενο διάστημα σε κάποιου είδους επένδυση, όπως αγορά ακινήτου, πάγιου εξοπλισμού, επέκταση δραστηριοτήτων κτλ., ποσοστό που εμφανίζεται αυξημένο στην Αττική (27%), την Κρήτη(31%) και τα Νησιά του Αιγαίου (35%), στον κλάδο των κατασκευών (38%), στις επιχειρήσεις που απασχολούν από 10 άτομα και πάνω (32% – 38%, ανάλογα με την κατηγορία απασχόλησης) και στις εξαγωγικές επιχειρήσεις (34%).
Σε σχέση με την εξέλιξη των τιμών των προϊόντων/υπηρεσιών κατά το επόμενο εξάμηνο, το 41% δηλώνουν ότι αυτές θα παραμείνουν σταθερές, το 10% ότι θα αυξηθούν κάτω από το επίπεδο του τρέχοντος πληθωρισμού, το23% αναμένουν αύξηση στο επίπεδο του τρέχοντος πληθωρισμού και μόνο το 16% αναμένουν εντονότερη τάση αύξησης, δηλαδή πάνω από το επίπεδο του τρέχοντος πληθωρισμού.
Εν κατακλείδι, η πανελλαδική έρευνα επιχειρήσεων της ΚΕΕΕ καταγράφει μικτές τάσεις, καθώς από τη μια πλευρά εμφανίζεται συγκρατημένη αισιοδοξία, κυρίως σε περιοχές όπως η Αττική, η Κρήτη και τα Νησιά του Αιγαίου, στον κλάδο των κατασκευών, σε επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 5 εργαζόμενους και σε εκείνες με εξαγωγική δραστηριότητα, ενώ στον αντίποδα έντονος προβληματισμός καταγράφεται μεταξύ επιχειρήσεων στον τομέα του λιανικού εμπορίου και σε όσες δεν έχουν εξαγωγική δραστηριότητα (και συνεπώς επηρεάζονται αμεσότερα από την πίεση που δέχονται οι καταναλωτές και τα νοικοκυριά, λόγω του υψηλού πληθωρισμού), καθώς και στις πολύ μικρές ή ατομικές επιχειρήσεις.
Η ΚΕΕΕ υποστηρίζει αποτελεσματικά το θεσμικό της ρόλο και με τη δράση της ενισχύει το ελληνικό επιχειρείν. Στο πλαίσιο αυτό, οι έρευνες και τα επιστημονικά δεδομένα αποτελούν σημείο αναφοράς στη χάραξη αποτελεσματικών στρατηγικών οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
Η ανάλυση της έρευνας της ΚΕΕΕ
Με αφορμή ανακοινώσεις που έλαβαν χώρα για την δημοσιοποίηση, εκ μέρους της ΚΕΕΕ, του Βαρομέτρου (Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας) που έγινε στις 22.12.2022, η ΚΕΕΕ επισημαίνει τα εξής:
Ο ρόλος της ΚΕΕΕ, ως θεσμικού συμβούλου της Πολιτείας σε θέματα οικονομίας και επιχειρηματικότητας, επιβάλλει, μεταξύ άλλων, τη μελέτη των εκάστοτε επικρατουσών συνθηκών και την αποτύπωση των ευρημάτων της κατά τρόπο αντικειμενικό και ουδέτερο, χωρίς χαρακτηρισμούς και αποχρώσεις. Αυτή τη γραμμή η ΚΕΕΕ την τηρεί απαρεγκλίτως, διαχρονικά.
Ειδικότερα, τα ευρήματα της έρευνας της ΚΕΕΕ επιβεβαιώνουν την πανθομολογούμενη δύσκολη οικονομική συγκυρία αλλά παράλληλα αναδεικνύουν το δυναμισμό του ελληνικού επιχειρείν και την μεγάλη προσπάθεια που κατέβαλλε και θα καταβάλει για τη βελτίωση της κατάστασης. Πιο συγκεκριμένα, από την έρευνα προκύπτει ότι παρά την εξόχως αρνητική διεθνή οικονομική συγκυρία που προέκυψε από τον εκρηκτικό συνδυασμό των συνεπειών της πανδημίας του COVID-19 με την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους (η οποία συμπαρέσυρε το κόστος σειράς άλλων δραστηριοτήτων όπως παραγωγή, μεταποίηση, μεταφορές, κλπ σε όλους τους τομείς της οικονομίας), η ελληνική επιχειρηματική κοινότητα διατήρησε ή αύξησε τον κύκλο εργασιών της (ποσοστό 67%) ενώ μείωση σημειώθηκε στο 31% των επιχειρήσεων. Παράλληλα ανάλογη εικόνα διατήρησης ή αύξησης καταγράφηκε και στο πεδίο της απασχόλησης (89% των επιχειρήσεων) ενώ μείωση σημειώθηκε μόλις στο 10% των επιχειρήσεων. Όσο για τις εκτιμήσεις για το 2023, οι προβλέψεις των επιχειρήσεων είναι ότι η κατάσταση θα παραμείνει σταθερή ή θα βελτιωθεί (53%) ενώ το 39% εκτιμά ότι θα επιδεινωθεί. Οι πωλήσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών εκτιμάται από το 66% των επιχειρήσεων ότι θα παραμείνουν σταθερές ή θα αυξηθούν και το 30% των επιχειρήσεων προβλέπει μείωση. Τέλος για την απασχόληση εκτιμάται ότι η προαναφερθείσα κατάσταση θα διατηρηθεί και για το 2023 ήτοι το 86% εκτιμά ότι θα είναι σταθερή ή καλύτερη η κατάσταση ενώ κατά το 11% θα επιδεινωθεί. Συγκρατημένοι εμφανίζονται και οι καταναλωτές που εκτιμούν ότι το 2023 η κατάσταση θα παραμείνει σταθερή ή θα βελτιωθεί (53%) ενώ το 44% δηλώνει απαισιόδοξο.
Είναι προφανές ότι, τέτοια ευρήματα, αποτελούν τίτλο τιμής για τους Έλληνες επιχειρηματίες που καθημερινά δίνουν αγώνα για να διασφαλίσουν την επιβίωση και εν συνεχεία την ανάκαμψη και ανάπτυξη της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Η συμμετοχή του ελληνικού επιχειρείν στη βελτίωση της ελληνικής οικονομίας αποτυπώνεται και στην τελευταία έκθεση (2022) του Economist, όπου η Ελλάδα εμφανίζεται την τελευταία 3ετία, δηλαδή την περίοδο της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία, να έχει ανέβει 16 θέσεις στην κατάταξη των χωρών στις οποίες βελτιώθηκε το επενδυτικό κλίμα, παρουσιάζοντας την καλύτερη επίδοση σε παγκόσμιο επίπεδο, ξεπερνώντας ακόμη τις ΗΠΑ, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δηλαδή παραδοσιακούς κραταιούς επενδυτικούς προορισμούς. Η προσπάθεια της ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητας έχει συμβάλλει τα μέγιστα στην εμπέδωση της διεθνούς εμπιστοσύνης προς τη χώρα μας ως επενδυτικό προορισμό. Και αυτό δεν δικαιούται κανείς να το αμαυρώνει.